Συχνή ασθένεια στους σκύλους, η λεϊσμανίαση ή καλά-αζάρ, που προκαλείται από το τσίμπημα ενός εντόμου που μοιάζει με κουνούπι και είναι ο φλεβοτόμος ή σκνίπα.
Η λεϊσμανίαση είναι μία ασθένεια που περιγράφηκε στα σκυλιά για πρώτη φορά το 1908 από τον Charles Nicolle. Συνδέεται με τη παρουσία στον οργανισμό ενός ζώου κάποιων παρασίτων, των λεϊσμανιών. Οι λεϊσμάνιες μεταδίδονται στο ζώο με το τσίμπημα ενός δίπτερου εντόμου, που μοιάζει με κουνούπι και είναι ο φλεβοτόμος ή σκνίπα.
Η ασθένεια που προκαλείται είναι συχνή στον σκύλο. Η γάτα είναι σχετικά ανθεκτική και τα άλογα ξεπερνούν την μόλυνση από μόνα τους. Προσβάλλονται ακόμα, οι φώκιες (monachus monachus), τα τρωκτικά, οι λαγοί και οι νυχτερίδες. Ενδέχεται να μολυνθούν οι άνθρωποι όπως και οι αλεπούδες αλλά οι σκύλοι είναι η κύρια δεξαμενή του παρασίτου.
Η λεϊσμανίαση παρουσιάζεται σε όλες τις χώρες που βρίσκονται στον περίγυρο της λεκάνης της Μεσογείου, που είναι και επιδημιολογικά ομοιογενής περιοχή. Στην Ευρώπη: Ισπανία, Πορτογαλία, Ν. Γαλλία και Κορσική, Ιταλία, Ελλάδα, Κύπρος. Επίσης στο Ισραήλ και στις χώρες της Βορείου Αφρικής.
Στην Ελλάδα ενδημεί στις περιοχές της Αττικής, την Ήπειρο και την Πελοπόννησο.
Άλλες περιοχές όπου έχει εξαπλωθεί σημαντικά η νόσος είναι η Ινδία και η Βραζιλία όπως επίσης έχει απασχολήσει και το Ιράν όπου έχει εκπονηθεί σημαντική μελέτη σχετικά με το γενετικό περιβάλλον που είναι ένας παράγοντας κλειδί στην επιστημονική έρευνα και αυτό καθορίζει το αν η μόλυνση ενός οργανισμού από τη λεϊσμάνια θα εξελιχθεί σε νόσο ή όχι.
Η μετάδοση της ασθένειας γίνεται με το τσίμπημα του ζώου από ένα μολυσμένο δίπτερο έντομο που λέγεται φλεβοτόμος. Μία θηλυκή σκνίπα τσιμπάει ένα μολυσμένο σκύλο, που είναι φορέας της λεϊσμάνιας και απορροφάει τα παράσιτα που περιέχονται στο αίμα που ρουφάει από τον μολυσμένο σκύλο. Οι λεϊσμάνιες πολλαπλασιάζονται στον πεπτικό σωλήνα της σκνίπας, η οποία με το επόμενο τσίμπημα θα μολύνει με το σάλιο της ένα άλλο ζώο.
Ο φλεβοτόμος ή σκνίπα έχει τροπισμό προς τον φυσικό ξενιστή της, τον σκύλο. Επίσης φαίνεται ότι ένας προσβεβλημένος από την ασθένεια σκύλος ασκεί αυξημένη έλξη στους φλεβοτόμους, οπότε όσο πιο άρρωστο είναι ένα ζώο τόσο πιο μεταδοτικό γίνεται.
Οι φλεβοτόμοι έχουν ιδιαίτερη παρουσία από τον Μάιο μέχρι και τον Οκτώβριο και η μέγιστη δραστηριότητα τους είναι κατά την αυγή και το δειλινό.
Έχει αποδειχθεί ότι η ασθένεια μεταδίδεται από την έγκυο θηλυκή σκύλα στα μικρά της καθώς επίσης και με τη μετάγγιση αίματος. Η απευθείας μετάδοση από τον σκύλο στον άνθρωπο δεν έχει αποδειχθεί. Ο άνθρωπος μολύνεται από το τσίμπημα των φλεβοτόμων που υπάρχουν στο περιβάλλον όπου ζει.
Η ανάπτυξη του παρασίτου είναι περιορισμένη σ’ έναν αρκετά μεγάλο αριθμό σκύλων και μπορεί να μη δίνει κανένα κλινικό σύμπτωμα. Αυτά τα ζώα έχουν μολυνθεί αλλά δεν νοσούν.
Στα ευαίσθητα ζώα οι λεϊσμάνιες προοδευτικά μολύνουν τα κύτταρα των λεμφογαγγλίων, της σπλήνας, του ήπατος, του μυελού των οστών ακόμη και του δέρματος του ζώου που έχει προσβληθεί από την ασθένεια οπότε παρουσιάζονται τα ακόλουθα συμπτώματα: Στις κλασσικές μορφές προσβολής από τη νόσο, τα ζώα παρουσιάζουν:
Όπως και ο σκύλος ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων είναι φορέας χωρίς όμως να παρουσιάζει συμπτώματα. Στα διάφορα περιστατικά λεϊσμανίασης που παρατηρήθηκαν κυρίως στην Ινδία και τη Βραζιλία σχετίζονταν με το παράσιτο Leishmania infantum.
Οι μορφές της ασθένειας που έχουν απαντηθεί είναι :
Πρακτικά θα πρέπει πάντα να υποψιαζόμαστε αυτή τη νόσο και να την αποκλείουμε πριν απ’ όλες, εφόσον ζούμε στην περιοχή της Μεσογείου και ένα ζώο παρουσιάζει ένα ή περισσότερα από τα συμπτώματά της.
Η επώαση της ασθένειας είναι μεγάλη, από μήνες έως και χρόνια.
Αν ένας σκύλος ταξιδέψει σε ενδημική περιοχή , θα πρέπει 3 μήνες μετά να εξετασθεί από το κτηνίατρό σας και να γίνει αιμοληψία ώστε είτε να γίνει η διάγνωση της ασθένειας στο ιατρείο, είτε αργότερα με άλλες εργαστηριακές μεθόδους όπως : IFA Test, ή ELISA, ή PCR. Μερικές φορές για τη διάγνωση της ασθένειας χρειάζεται να γίνουν και άλλοι τύποι εξετάσεων όπως βιοψία σπληνός ή παρακέντηση διογκωμένου λεμφογαγγλίου κ.α.
Η πρόγνωση εξαρτάται από το στάδιο που έγινε η διάγνωση της νόσου και θα είναι τελείως επιφυλακτική για τα σκυλιά στα οποία η λεϊσμανίαση έχει θίξει την λειτουργία των νεφρών ή εφόσον έχει παρουσιαστεί σοβαρή αναιμία.
Στα ζώα που προσβλήθηκαν από το παράσιτο, αν δεν γίνει η ειδική θεραπεία, θα εξελιχθεί η ασθένεια σε θανατηφόρο νεφρική ανεπάρκεια.
Για την κλασσική θεραπευτική αγωγή της λεϊσμανίασης χρησιμοποιούνται το antimoniato di N- metiglucamina που χορηγείται κάθε μέρα με ένεση για ένα μήνα το οποίο συνδυάζεται με χορήγηση αλλοπουρινόλης από το στόμα για 6 μήνες περίπου προκειμένου να περιοριστεί ο κίνδυνος υποτροπής.
Η χορήγηση αυτών των ουσιών μπορεί να επιβαρύνει τις ήδη υπάρχουσες νεφρικές βλάβες και γι αυτό η πρόγνωση είναι πολύ επιφυλακτική για τα ζώα στα οποία η λεϊσμανίαση έχει προκαλέσει βλάβη στους νεφρούς (στάδιο ΙΙΙ ή ΙV). Σε αυτά τα στάδια ΙΙΙ και ΙV και πάντα με επιφυλακτική πρόγνωση μπορεί να χρησιμοποιηθεί η ένωση miltefosine.
Η τακτική κλινική παρακολούθηση του ζώου είναι απαραίτητη προκειμένου να παρακολουθείται η νεφρική λειτουργία και να πιστοποιείται η απουσία της αναιμίας. Γίνεται με συνεχείς αναλύσεις αίματος που επιτρέπουν τον έλεγχο της εξέλιξης της ασθένειας μετά την έναρξη της θεραπευτικής αγωγής.
Η λεϊσμανίαση είναι μια πολύ σοβαρή ασθένεια με πολύ επιφυλακτική πρόγνωση για τη ζωή του σκύλου και με πολύ ακριβή θεραπεία και σε χρόνο και σε χρήμα. Αν συμβεί στο ζώο σας, θα χρειαστεί να γίνετε «πολύ καλοί φίλοι» με τον κτηνίατρό σας.
Πρόκειται για μία ασθένεια που ενδημεί σε όλη την Ελλάδα και κυρίως στον νομό Αττικής, την Ήπειρο και την Πελοπόννησο και που επίσης μεταδίδεται και στον άνθρωπο. Ο σκύλος, (συμπεριλαμβανομένων και των σκύλων φορέων του παρασίτου ακόμη και αν δεν εκφράζουν με συμπτώματα την ασθένεια) αν και δεν είναι απευθείας υπεύθυνος για την μόλυνση του ανθρώπου, είναι η κύρια δεξαμενή του παρασίτου (primary reservoir host), ενώ ο άνθρωπος είναι δευτερεύουσα δεξαμενή του παρασίτου δηλαδή δεν μπορεί να διατηρήσει την ασθένεια αν λείπει από το περιβάλλον του ο σκύλος.
Η προστασία του μικρού σας συντρόφου από το παράσιτο αυτό είναι κατεξοχήν σημαντική και για τον ίδιο το σκύλο σας και για την αποφυγή της εξάπλωσης της ασθένειας.
Για να εξασφαλίσετε την καλλίτερη δυνατή πρόληψη από τα τσιμπήματα των φλεβοτόμων ή σκνιπών πρέπει:
Το εμβόλιο κατά της λεϊσμανίασης κυκλοφορεί και συνιστάται για τους σκύλους που ζουν στις περιοχές όπου ενδημεί η λεϊσμανίαση όπως και για τους σκύλους που πάνε διακοπές σε αυτές τις περιοχές.
Δεν είναι εντομοαπωθητικό, είναι αποτελεσματικό γιατί προλαμβάνει τη μόλυνση ή μειώνει την βαρύτητα και τη σοβαρότητα της ασθένειας.
Μπορεί να γίνει σε όλα τα σκυλιά που δεν έχουν μολυνθεί και από την ηλικία των 6 μηνών και πάνω.
Ένα αιματολογικό τεστ θα επιτρέψει την επαλήθευση ότι το ζώο δεν είναι ήδη φορέας της νόσου. Δεν έχει καμία έννοια να εμβολιάζουμε ζώα που έχουν συμπτώματα της ασθένειας.
Οι επαναλήψεις του εμβολίου γίνεται κάθε χρόνο 1 φορά μετά από εξέταση και επιβεβαίωση ότι δεν υπάρχει μόλυνση.
Η επανάληψη των εμβολίων κάθε χρόνο συντηρεί την ανοσία.
Επίσης, ο εμβολιασμός αυτός δεν μπορεί να γίνει ταυτόχρονα με τους συνήθεις υποχρεωτικούς εμβολιασμούς του σκύλου σας. Χρειάζεται οπωσδήποτε να υπάρχει ένας μήνας καθυστέρηση ανάμεσα στους προηγούμενους εμβολιασμούς και το εμβόλιο κατά της λεϊσμανίασης.
Θα πρέπει να γνωρίζετε λοιπόν, εφ όσον ζείτε στην Ελλάδα, ότι η λεϊσμανίαση είναι μια σοβαρή θανατηφόρος ασθένεια που μεταδίδεται από τη σκνίπα ή φλεβοτόμο, που είναι ένα έντομο που μοιάζει με τα κουνούπια και από το οποίο είναι απαραίτητο να προφυλάσσετε το σκύλο σας.
Ημερα | Πρωι | Απογευμα |
---|---|---|
Δευτέρα | 10:30-13:00 | 17:30-19:30 |
Τρίτη | 10:30-13:00 | 17:30-19:30 |
Τετάρτη | 10:30-13:00 | 17:30-19:30 |
Πέμπτη | 10:30-13:00 | 17:30-19:30 |
Παρασκευή | 10:30-13:00 | 17:30-19:30 |